-
1 ομαλόν
-
2 ὁμαλόν
-
3 εὐτυχία
1 successκεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν O. 6.81
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10
φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 13. -
4 εὔχομαι
a pray followed by various constructions.I abs.Χάριτες, κλῦτ, ἐπεὶ εὔχομαι O. 14.5
]γὰρ εὔχομαι Δ. 1. 15. c. cogn. acc.,εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
II c. acc., pray for χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (Wackernagel: καλύψαιμ codd.) N. 8.37III c. (acc. &) inf., pray, hope thatΤυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν εὔχομαι O. 3.2
εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν (sc. Δία) O. 8.86ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν P. 4.293
εὔχομαι νιν (= Δία) Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέραςἔπι Βάττου γένει P. 5.124
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν (sc. σε) P. 8.67 ἄφωνοί θ' ὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε, i. e. they wished that you were) P. 9.100Ζεῦ πάτερ, εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.15
]α μὲν γὰρ εὔχομαι[ ]θέλοντι δόμεν[ Pae. 16.3
cf. N. 8.37IV dat., + acc. & inf. φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 11.b avow c. (acc. &) inf.τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο O. 6.53
“ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.97 inf. suppressed, τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται, τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας (sc. εἶναι. ἀντὶ τοῦ καυχῶνται. Σ.) O. 7.23Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ[ Pae. 6.64
ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι καλλιχόρῳ εὐχόμενον βρισαρμάτοις[ (sc. Θήβαις) Δ. 2. 26.c frag. ] ος ευχομ[ P. Oxy. 1792. fr. 39. -
5 ὁμαλός
1 level; uninterrupted ἂν εὐχοίμαν εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 14. -
6 τείνω
a extend φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι i. e. placing the bridle in the mouth of Pegasos O. 13.85 met., φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον (Lobel: τετάχθαι G-H.) Παρθ. 1. 13.b med. & pass. pf., be excercised, intent cf.ἔγκειμαι. ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται is intent upon I. 1.49 -
7 χρόνος
χρόνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)1 time, cf. Fränkel, W&F, 20ff.; van Leeuwen, 73—5.a momentδευτέρῳ χρόνῳ O. 1.43
ἄλλῳ χρόνῳ O. 2.37
“ χρόνῳ ὑστέρῳ” P. 4.55ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.30
b (period of) timeεἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν O. 1.115
“ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον” O. 4.27ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28
ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7
κεῖνον κατὰ χρόνον O. 10.102
ἐν μικρῷ χρόνῳ O. 12.12
τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.57
Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον N. 7.39
ὥριον ποτὶ χρόνον Pae. 3.14
ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ (at the Delphic Theoxenia) Πα... ]αι κείνῳ χρόνῳ Δ. 4. d. 1. ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6.c time, course of timeτὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
ἐν παντὶ χρόνῳ O. 6.36
χρόνῳ σύμπαντι O. 6.56
μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97
ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94
χρόνον ἅπαντα O. 13.26
ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον season P. 5.121 ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων (v. Gerber, TAPA, 1962, 30—3) N. 1.46αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνο̄ν ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ N. 1.69
ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν (sc. ἀρετάν)τελέσει N. 4.43
ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.68
οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ I. 3.6
κλέονται μυρίον χρόνον I. 5.28
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.27
ἂν εὐχοίμαν γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 1. ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. esp., χρόνῳ, ἐν χρόνῳ, in course of time, cf. P. 4.55,χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85
ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96
ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ P. 4.78
τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἅν ποτε codd.: ἔν ποτε Chaeris) P. 4.258ἐν δὲ χρόνῳ P. 4.291
βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας ἵκων χρόνῳ κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις P. 11.32
ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b. (= fr. 147 Schr.) λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227.d pro pers.Χρόνος, ὁ πάντων πατὴρ O. 2.17
ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.55
ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159.e frag. ]ν χρόνον ὀρνύει Pae. 4.11
-
8 καταβιβάζω
καταβῐβ-άζω, causal of καταβαίνω,A make to go down, bring down,τινὰ ἀπὸ τῆς πυρῆς Hdt.1.87
, cf. 86; ;στρατιώτας.. εἰς τὴν Χώραν τῶν Φρυγῶν Hell.Oxy. 16.3
;τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλασσαν Plu.Them.4
; bring from town to country, Id.Cam.10; down into a mine, Th.7.86, Plu.2.262d: metaph., bring down, lower,κ. σεαυτὸν ἀπὸ αὐχημάτων εἰς τὸ δημοτικώτερον D.H.7.45
:—[voice] Pass.,κωμῳδία -βιβασθεῖσα εἰς τὸ λογοειδές Str.1.2.6
.2 force to come down,εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ στρατόπεδον X.HG4.6.7
, cf. Th.5.65; drive away, Hp.Prorrh.1.143.II bring down,τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ πρώτου Φοινικικοῦ πολέμου D.H.1.8
;τὸν λόγον ἐπὶ τὰ νῦν καθεστῶτα Luc.Rh.Pr.20
.IV Astron., ὁ -βιβάζων (sc. σύνδεσμος ) the descending node, Vett.Val.30.6, Procl.Hyp.5.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβιβάζω
-
9 λεῖος
A smooth to the touch, [ αἴγειρος] Il.4.484;λ. ὥσπερ ἔγχελυς Ar.Fr. 218
, cf. Eup.338; χῆμαι, χηραμβίς, PCair.Zen.82.12 (iii B.C.), Hsch.s.v. χήμη; τὰ τραχέα καὶ τὰ λ. X.Mem.3.10.1; freq. in Pl., Cra. 414b, al., Arist.Cat. 10a17, etc.; also, of cloths, smooth, plain, not embroidered,ὑφαντά τε καὶ λ. Th.2.97
;λ. ὕφασμα Pl.Plt. 310e
; λεῖα ἐκπεποιημένα worked smooth, of marble, IG12.372.134; also λεία ἐργασία ib.372.165; unsculptured,Ἀθήνης ἕδος Call.Fr.105.4
; of plate, unembossed,φιάλαι IG11(2).161
B27 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 B78 (ii B.C.).2 in Hom., chiefly of level places or countries,λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς Il.23.330
; ἐν λείῳ πεδίῳ ib. 359;λ. ὁδός Od.10.103
, Hes.Op. 288 (ap. X., Pl., etc., ὀλίγη codd.);λ. ἄροσις Od.9.134
; λεῖα δ' ἐποίησεν made a smooth place, Il.12.30;πεδίον λ. Hdt.2.29
;χωρίον λειότατον Id.7.9
.β; ἡ -οτάτη τῶν ὁδῶν Id.9.69
; λ. θάλασσα a smooth sea, Id.2.117;λ. χώρα καὶ ἄξυλος X.Ath. 2.12
; λ. βάσεις flat feet, Gal.6.856.b c. gen., χῶρος.. λεῖος πετράων smooth (i.e. free) from rocks, Od.5.443, 7.282.3 smoothskinned, without hair, of animals, Arist.HA 582b35, LXX Ge.27.11; -ότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος Arist.HA 583a6
; esp. of youths, smooth-chinned, beardless (cf. λείαξ), Theoc.5.90, cf. AP12.13 (Strat.); also, of fish, smooth,ἱππίδια Epich.44
; opp. λεπιδωτοί, Arist.HA 505a26; [ γαλεός] the smooth shark, Mustelus laevis, ib. 565b2, Opp.H.1.380;τὸ λ. Hp.Epid.3.14
, 6.3.16; λείη ὑπόστασις a smooth or uniform sediment, Id.Coac. 462; [γάλα] λ. καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ Sor. 1.91
.4 metaph., smooth, soft, ; of the sound of the voice, Pl.Plt. 307a, Ti. 67b, Phlb. 51d;διάλεκτος Phld.Po.Herc. 994.36
; of the taste, Ti.Locr.100e sq.; alsoλ. μῦθοι A.Pr. 647
; [τὸ] ἥμερόν τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Pl.Cra. 406a; λ. πάθημα, opp. τραχύ, Id.Ti. 63e;λ. κινήματα τῆς σαρκός Epicur.Fr. 411
; λ. κίνησις, Cyrenaic phrase for ἡδονή, D.L.2.86, cf. Luc.Par.10, Alex.Aphr.in Top.94.32;λ. ἡσυχίη AP7.278
(Arch. Byz.); ὡς -οτέρου ἐλέους ὑπάρξοντος (sed leg. τελειοτέρου) Plb.20.9.11; τὸ λ., = λειότης, τῆς ἑρμηνείας D.H. Lys.24;τὸ λ. καὶ ὁμαλὲς τῆς συνθέσεως Demetr.Eloc.48
. Adv. λείως smoothly, gently, Pl.Tht. 144b, Plu.2.384a;καί με κωτίλλοντα λ. τραχὺν ἐκφανεῖν νόον Sol.
ap. Arist.Ath.12.3.II rubbed or ground down, Dsc.1.3, al., PHolm.19.39; cf.λειόω 11
: λεῖον, τό, fine sand, Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.). (Prob. λειϝος, cf. Lat. lēvis.) -
10 προέρχομαι
Aπροελήλῠθα Men.113.2
:—go forward, advance, Hdt.1.207, 9.14;ἐς τὸ ὁμαλόν Th. 5.65
;ἐς τὸ πλέον Id.2.21
;ἐκ τοῦ χωρίου X.HG7.5.25
;ἐπὶ τὸ βῆμα D.H.8.58
: abs., προελθών, = [dialect] Att. παρελθών, having come forward to speak, Plb.4.14.7;προελθὼν ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε.. Aeschin.3.154
;π. εἰς τὸν δῆμον SIG742.49
(Ephesus, i B.C.): c. acc. cogn.,π. ἡμερησίαν ὁδόν Pl.R. 616b
;κατὰ τὴν ὁδόν X.An.4.2.16
.b come forth,πλάγια π. τὰ ἔμβρυα Arist.HA 576a24
;π. μητρός
to be born,Olymp.
Vit.Pl.p.1 W.: generally, Luc.Tox.25, al.; appear, be published, of a book, Str.13.1.54.c go away from, leave, ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ [οἰκίας] POxy.472.5 (ii A.D.), cf. Stud.Pal.1.8.10(v A.D.);οὐδεπώποτε ἐξ Αἰθιοπίας τὸν ἕτερον πόδα προελθών Luc.Herm.32
.2 of Time,προελθόντος πολλοῦ χρόνου Th.1.10
, cf. Pl.Plt. 273a;π. κατὰ χρόνον Id.Prm. 152a
; of persons, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις advanced in years, X.HG6.1.5.3 go on, proceed, in a story or argument, Pl.Phdr. 237c;εἰς τὸ πρόσθεν π. Id.Lg. 682a
, cf. Prt. 339d.4 metaph., [τὰ Περσέων πρήγματα] ἐς τοῦτο προελθόντα the power of the Persians having advanced to this height, Hdt.7.50;ὥσπερ μαθητὴν εἰς τοὔμπροσθε π.
make progress,Isoc.
Ep.4.10;ἐνταῦθα π. ὥστε.. Id.15.82
: freq. in bad sense,εἰς πᾶν π. μοχθηρίας D.3.3
;οὕτως αἰσχρῶς π. Id.23.204
; ; ; πόρρω προεληλύθασι φυλακῆς they are far gone in cautiousness, X.Hier.4.4.II take legal proceedings, appear in court, PGiss.8.12(ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προέρχομαι
-
11 συνεχής
συνεχής, ές,I of Space, continuous, Parm. 8.6,25, Arist.Metaph. 1069a5, Ph. 200b18, al.; of quantity, opp. διωρισμένος, Id.Cat. 4b20;σ. νῶτον Pl.R. 616e
; συνεχὲς ποικίλον a continuity of variety, Id.Phd. 110d;σ. οἰκήματα Th.3.21
.b c. dat., continuous with or contiguous to, in a line with, Hdt.4.22, E.Hipp. 226 (anap.), Arist.Mete. 339a22, Mu. 392a23, etc.: less freq. c. gen., ib. 393a29 (s. v.l.);τομαὶ σ. ἀπὸ μιᾶς μέχρι τῶν δέκα Pl.Lg. 738a
: abs.,σ. ἦσαν Κίλικες Plb.30.25.4
, cf. Str.11.6.2.2 of words, etc.,ξ. ῥῆσις Th.5.85
;πᾶς ὁ σ. λόγος Plb.1.5.5
; τούτῳ συνάπτοντες τὸ ς. Id.3.3.2; τὸ ς. connexion of letters, Plu.Lys.19: c. dat.,λόγος σ. τῷ νυνδὴ γενόμενος Pl.Ep. 318e
;σκέψις σ. τοῖς πρότερον Thphr.CP 6.3.3
.3 Math., of proportions, σ. ἀναλογία continued proportion (opp. διῃρημένη), i.e. three terms in geometrical progression, Arist.EN 1131a33, Archim.Aequil.2.9;κατὰ τὸ σ. ἀνάλογον Id.Sph. Cyl.2.5
, etc.b successive, of integers as terms in a series, Theol.Ar.54; of middle terms in argument, Arist.APo. 87b6.4 of things, continuous, conjoined, Id.HA 509b13, etc.; folld. by a Prep., σ. πρός τι ib. 495b20; of substance, clinging, dense,τὸ γλίσχρασμα [τῆς πτισάνης] λεῖον καὶ ς... ἐστι Hp.Acut.10
, cf. Gal. 6.822; ἀήρ, ἔλαιον, Plu.2.396a,696b; τὸ πυκνὸν καὶ ς. ib.701f; [γάλα] λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ σ. ἑαυτῷ Sor.1.91
.II of Time, continuous, unintermitting, σ. πυρετός, opp. διαλείπων, Hp.Aph.3.21; sts. distd. from σύνοχος πυρετός, Anon. ap. Gal.17(1).220;σ. καύματα καὶ πυρετούς Pl. Ti. 86a
; [ θερμότης] Thphr.Ign.33;κίνησις Id.Lass.15
;πόνος -έστερος Th.7.81
; πόλεμος διὰ βίου ς. Pl.Lg. 625e; συνουσία, βασιλεία, X.Smp.8.18 ([comp] Comp.), Ages.1.4;πότοι Men.914
, cf. Sophil. 3;σ. κακοπαθίαι OGI244.12
(Daphne, ii B.C.); σ. γίνεσθαι, πνεῖν, of winds, Arist.Mete. 362a11,26, Thphr.Vent.1;τὸ ἀκρίτως ξ. τῆς ἁμίλλης Th.7.71
; τὸ σ. ἔργου (prob. for ἔργον) Anaxandr.63; τοῦ δήμου τὸ ς. continuous intercourse with.., Plu.Per.7; κατὰ τὸ ς. continuously, Plb. 2.2.7; consecutively, in what follows, Gal.15.116; ἐκ τούτου κατὰ τὸ ς. immediately after that, ib.902.2 frequent, τῶν ὀρνίθων ἥκιστα σ. καὶ συνήθης [ὁ γύψ] Plu.2.286a;λουτροῖς συνεχέσι χρῆσθαι Sor.1.65
; χάσμη ς. ib.24; - εστέρα ἔστω ἡ ἐκμύζησις ib.97.III of persons, constant, persevering, X.Oec.21.9;ἐν ταῖς.. πρὸς τὰ πάθη διαμάχαις Plu.2.74c
; cf. Poll.4.20, 6.147.I mostly of Time, continually, continuously, unremittingly, Hes.Th. 636, Hdt. 7.16.γ, E.IA 1008, IG12.57.54, etc.;ξ. πολεμεῖν Th.2.1
, cf. 1.11, 5.24, Antipho 6.44;συνεχέως αἰεί Hdt.1.67
, cf. Pl.Lg. 706a; ἀεὶ ς. ib. 807e; οἱ σ. ἐτῶν οὐκ ὀλίγων ἐφεξῆς γενόμενοι (v.l. γιν-)λιμοί Gal.6.749
: [comp] Comp.- έστερον A.D.Pron.65.17
: [comp] Sup.- έστατα X.Mem.4.2.6
.b without leaving an interval, immediately,ἐπίθυε.., καὶ λέγε τὸν λόγον συνεχῶς τὸν τῆς ἐπικλήσεως PMag.Par.1.1865
, cf. BGU451.15 (i/ii A.D.), PFlor.332.18 (ii A.D.);δίδοται πρὸς τὰ θανάσιμα σ. πινόμενον καὶ ἐξεμούμενον Dsc.1.30
; βδέλλας καύσας καὶ λεάνας χρῶ σ. προεκτίλας (sc. superfluous eyelashes) Aët.7.69.c at frequent intervals,ἵνα μὴ σ. λούηται τὸ βρέφος Sor.1.99
; μελίκρατον σ. ἐνστάζομεν ib. 123; τὰ βρέφη -έστερον ἐξερᾷ [τὸ γάλα].. ναυτιῶντα ib. 109;ποτίζων -έστερον ἐκ διαστημάτων Gp.10.18.5
; - έστερον, = saepius, Gloss.; - έστατα, = saepissime, ib.2 freq. with Numbers, in succession, consecutively, ὁρμαθοὺς μελῶν ἐφεξῆς τέτταρας ξ. Ar.Ra. 915; ἡμέρας ἑβδομήκοντα ξ. Th.2.75; μῆνας ὀκτὼ ς. Ephipp.5.15 (anap.); similarly, οὐ σ. ἐφεξῆς ἐν τάξει πεποιημένος [τὸν λόγον] Gal.15.496.3 rarely of Space,σ. εἶναι πᾶσαν οἰκουμένην Arist.Mete. 362b29
;σ. μέχρι.. Plb.2.14.6
.II συνεχές as Adv. freq. in [dialect] Ep., as Il.12.26; strengthd., σ. αἰεί unceasing ever, Od.9.74; also in Pi. I.4(3).65(83), Ar.Eq.21, and freq. in later [dialect] Ep., Arat.20, Call.Ap.60, etc.; also in later Prose, Luc.Somn.4, D.L.2.32, al. [σῡνεχές Hom.
ll. cc. andσῡνεχέως Hes.
l. c., B.5.113, metri gr.; also Theoc.20.12, A.R.1.1271.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεχής
-
12 ἀμφιδαρκανές
ἀμφιδαρκανές· ὁμαλόν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιδαρκανές
-
13 ὁμαλός
A even, level,οἱ δ' ὁμαλὸν ποίησαν Od.9.327
: freq. in Prose, opp. τραχύς, X.An.4.6.12, cf. SIG996.32 ([place name] Smyrna), etc. ; ἐν τῷ ὁ., ἐς τὸ ὁ., on (to) level ground, Th.5.65, X. An.4.2.16 : [comp] Sup.- ώτατον Th.4.31
, cf. Hp.Aër.13 ; λεῖον καὶ ὁ... σῶμα ἐποίησε smooth and even, Pl.Ti. 34b.4 even, equable,κατάτασις δικαίη καὶ ὁ. Hp.Fract.30
; of motion, Arist.Ph. 223a1, etc. ;δίνη Epicur.Ep.2p.53U.
; τὸ ὁ. καὶ σύμμετρον, opp. τὸ ἄκρατον, Pl.Lg. 773a ; τὸ ὁ. consistency, of ἦθος, Arist.Po. 1454a26. Adv. -λῶς, ἀνώμαλος regularly irregular, ib. a27.5 of circumstances, on a level, equal,- ώτεραι ἂν αἱ οὐσίαι εἶεν Id.Pol. 1309a25
; ὁ. ὁ γάμος marriage with an equal, A.Pr. 901 (lyr.) ;ὁ. ἔρωτες Theoc.12.10
; ἀλλάλοις ὁμαλοί on a level with one another, equal, Id.15.50, cf. Erinn.4.2 ;ὁ. βίος IG14.463
. Adv. -λῶς, ἡ δίαιθ' ὁ. διάκειται is equable, Critias 6.25.II Adv. ὁμαλῶς (cf. supr. 1.4,5) evenly,ἀλείφειν καὶ περιστέλλειν ὁ. Hp.Acut.17
; ὁ. βαίνειν march in an even line, Th.5.70 ;ὁ. προϊέναι X.An.1.8.14
; ὁ. ῥίπτειν, σπείρειν, Id.Oec.17.7, 20.3 ; , cf. Epicur.Ep.2pp.49,51 U. ;εὐφραίνεσθαι Id.Sent.Vat.48
.2 on terms of equalily,ὁ. βιῶναι Isoc.4.151
; πραγμάτων ὁ. πάντων of all alike, Plu.Per.6 ; πάντες ὁ. ib.10, etc. ;ὁ. πανταχοῦ Damox.2.30
.—Cf. ὁμαλής. -
14 ὁμαλός
ὁμαλός, ή, όν (ὁμός, cp. ἅμα; Hom. et al.; ins; PCairZen 769, 6 [III B.C.]; Aq., Sym., Theod., Philo; Ath., R. 16, 67, 17)① pert. to being consistently flat at the surface, level, smooth, even lit. ὁμαλὸν γίνεσθαι become level Hs 9, 10, 1; τὰ ὁμ. the level ground v 1, 1, 3.② pert. to being without deviation for proper behavior or ease of performance, level, fig. ext. of 1: τῇ ὀρθῇ ὁδῷ πορεύεσθαι καὶ ὁμ. walk in the straight and level way Hm 6, 1, 2. πάντα ὁμ. γίνεται τοῖς ἐκλεκτοῖς all things will become level for (his) chosen v 1, 3, 4; cp. m 2:4 (w. ἱλαρός).—DELG s.v. ὁμό.
См. также в других словарях:
ὁμαλόν — ὁμαλός even masc acc sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
Goumenissa — Γουμένισσα Goumenissa Location … Wikipedia
Роды мелоса — (греч. γένη τῶν μελῳδουμένων; лат. genera melorum) в античной (греческой и римской) музыке роды интервальных структур, которые гармоника представляет в виде звукорядов в объёме кварты, квинты, октавы, вплоть до двухоктавной Полной системы… … Википедия
непоборьныи — (2*) пр. Миролюбивый, спокойный: приимше щить бл҃говѣрь˫а. имже взможете ѹгасити стрѣлы лукаваго ражжены непоборнии непоколѣблемии пребывающе. (ἄμαχοι) ФСт XIV, 43а; да ѿселѣ добродѣтели прiстанѣмь... мирьнѣ жi||тье свершающе непреложно непоборно … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PARIARE — apud Ulpianum, ἰσάζειν Graecis, est rationes ita putare, ut expensa paria fiant acceptis, vide Budaeum, Alciarum, Vallam, anton. Augustinum Observationibus l. 4. c. 12. God. Stewechium Electis Arnobianis l. 6. sub fin. ubi paria facere idem esse … Hofmann J. Lexicon universale
ισόπεδος — η, ο (Α ἰσόπεδος ον) αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου 2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» διασταύρωση δύο … Dictionary of Greek